- σατραπίσκος
- ο, Ν(με ειρων. σημ.) (υποκορ. τ.) μικρός σατράπης, άτομο που συμπεριφέρεται και ενεργεί σχεδόν σαν σατράπης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης. Ο τ. μαρτυρείται από το 1845 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
τυραννίσκος — ο 1. ο μικρός, ασήμαντος τύραννος (πρβλ. σατραπίσκος, βασιλίσκος). 2. μτφ., μικρός, δηλ. μικρής ηλικίας βασανιστής: Το μωρό της είναι ένας τυραννίσκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)